ανεπιμιξία

ανεπιμιξία
η (Α ἀνεπιμιξία)
νεοελλ.
η αποφυγή επιμιξίας μεταξύ διαφορετικών φυλών ή εθνοτήτων
αρχ.
η έλλειψη επαφών ή συναλλαγών μεταξύ χωρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεπιμιξίας — ἀνεπιμιξίᾱς , ἀνεπιμιξία want of intercourse fem acc pl ἀνεπιμιξίᾱς , ἀνεπιμιξία want of intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιμιξίαν — ἀνεπιμιξίᾱν , ἀνεπιμιξία want of intercourse fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίμικτος — ἀνεπίμικτος, ον (Α) [επίμικτος] 1. μη αναμεμιγμένος με κάτι, καθαρός από ξένη πρόσμιξη 2. μη ερχόμενος σε επαφή με άλλους, ακοινώνητος, αποξενωμένος 3. (για τόπο) μη συχναζόμενος από ξένους 4. το ουδ. ως ουσ. το ανεπίμικτον η ανεπιμιξία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”